- παρακοιμώμαι
- -άομαι, ΝΜΑ, παρακοιμούμαι και παρακοιμάμαι Νκοιμάμαι δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τόν φυλάω από τυχόν κινδύνουςνεοελλ.-μσν.(η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ο παρακοιμώμενος(στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, επικεφαλής όλων τών κοιτωναρίων, δηλαδή τών θαλαμηπόλων, ο οποίος παρέμεινε στο βασιλικό παλάτι και κοιμόταν στον προθάλαμο τού βασιλικού κοιτώνα, γεγονός από το οποίο προήλθε και η ονομασία τού αξιώματός του και χάρη στο οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή στα δημόσια πράγματανεοελλ.(η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) μτφ. αυτός που συνδέεται πολύ στενά με κάποιον και αποτελεί πρόσωπο τής εμπιστοσύνης τουμσν.φρ. «παρακοιμώμενος τῆς σφενδόνης» — ο σφραγιδοφύλακας τού αυτοκράτορααρχ.1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενέστ. ως ουσ.) oἱ παρακοιμώμενοινοσοκόμοι σε υπηρεσία τη νύχτα.
Dictionary of Greek. 2013.